- γλυκοθώρημα
- το нежный, ласковый, любовный взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοθώρημα — το [γλυκοθωρώ] το γλυκοκοίταγμα* … Dictionary of Greek
γλυκοθωριά — η 1. ευχάριστη όψη 2. το γλυκοθώρημα … Dictionary of Greek